- συνιεροποιός
- συνιερο-ποιός, ὁ,A joint-sacrificer, Din.Fr.89.33, IG22.1672.299,303, 11(2).162 A37 (Delos, iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνιεροποιός — ὁ, Α αυτός που φροντίζει μαζί με άλλους για τη θυσία ή για τα απαραίτητα για τη λατρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἱεροποιός «επιμελητής τών ιερών τελετών και ιδίως τών θυσιών»] … Dictionary of Greek
συνιεροποιόν — συνιεροποιός joint sacrificer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνιεροποιώ — έω, Α [συνιεροποιός] τελώ ιεροπραξία από κοινού με ἄλλους … Dictionary of Greek